κατασκοτώνω

κατασκοτώνω
1. δέρνω αλύπητα κάποιον, τόν τσακίζω στο ξύλο («τήν κατασκότωσε στο ξύλο»)
2. μέσ. κατασκοτώνομαι
α) μωλωπίζομαι ή τραυματίζομαι σε πολλά σημεία τού σώματός μου
β) καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για κάτι, φροντίζω με όλη μου την ψυχή για κάτι, δείχνω υπερβάλλοντα ζήλο («κατασκοτώνεται να ευχαριστήσει τον προϊστάμενό της»)
γ) κουράζομαι πολύ («κατασκοτώνεται στη δουλειά»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατασκοτώνω — κατασκότωσα, κατασκοτώθηκα, κατασκοτωμένος 1. δέρνω κάποιον αλύπητα: Το κατασκότωσε το παιδί του στο ξύλο. 2. το μέσ., κατασκοτώνομαι κουράζομαι ή τραυματίζομαι: Κατασκοτώνεται στη δουλειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”