- κατασκοτώνω
- 1. δέρνω αλύπητα κάποιον, τόν τσακίζω στο ξύλο («τήν κατασκότωσε στο ξύλο»)2. μέσ. κατασκοτώνομαια) μωλωπίζομαι ή τραυματίζομαι σε πολλά σημεία τού σώματός μουβ) καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για κάτι, φροντίζω με όλη μου την ψυχή για κάτι, δείχνω υπερβάλλοντα ζήλο («κατασκοτώνεται να ευχαριστήσει τον προϊστάμενό της»)γ) κουράζομαι πολύ («κατασκοτώνεται στη δουλειά»).
Dictionary of Greek. 2013.